Ο πόλεμος των εσπεριδοειδών

Κάποιες σκέψεις πάνω στη σύγχρονη εθνικιστική αναβίωση με αφορμή την ταινία του Zaza Urushadze Μανταρίνια, (2013)

Η Αμπχαζία, μια περιοχή που έως το 1920 κατοικείτο μάλιστα και από πολλούς Έλληνες Αμπχάζιους, αποτελεί ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών. Αυτή η πολύχρωμη σαλάτα διαμορφώθηκε μέσα στις τρις τελευταίες χιλιετηρίδες καθώς η ήρεμη Μαύρη Θάλασσα έγινε το πεδίο του διεθνούς εμπορίου, των πολιτισμικών ανταλλαγών αλλά και πολλών πολέμων (με χαρακτηριστικότερους τους 14 αλλεπάλληλους ρωσοτουρκικούς πολέμους από το 1568 έως το 1918). Η κομβική θέση της περιοχής οδήγησε άλλωστε και την ίδια την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να μεταφέρει το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός της προς τα εκεί μετά τον τρίτο αιώνα μ.Χ. Οι εθνότητες, οι γλώσσες και οι δοξασίες που απαντώνται στην περιοχή είναι τόσες πολλές που ίσως σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν θα μπορούσαμε να βρούμε περισσότερες. Πολλές από τις τοπικές γλώσσες, όπως τα αμπχαζιανά, έχουν ιερογλυφική γραφή, η οποία χάνεται σταδιακά μετά την εκλαϊκευτική εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου το 1924 από την Σοβιετική Ένωση. Το 1931, μετά την αποτυχία της βίαιης κολεκτιβοποίησης στην Αμπχαζία, ο Μπέρια διαλύει την αυτόνομη δημοκρατία της περιοχής και μεταφέρει εκεί γεωργιανούς εποίκους. Το αλφάβητο των αμπχαζιανών αλλάζει ξανά με διάταγμα από λατινικό σε γεωργιανό. Το 1939 γίνεται και τρίτη αλλαγή του αλφάβητου σε κυριλλικό (σλαβικό). Η περιοχή τα χρόνια της Σοβιετικής ακμής ονομάζεται και Σοβιετική Ριβιέρα λόγο του τουρισμού της, του ήπιου κλίματος και της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης. Άνθρωποι από όλες τις περιοχές της Ένωσης καταφθάνουν εκεί για να μείνουν, είτε μετακινούνται αναγκαστικά τις περιόδους των σταλινικών εθνοτικών πειραματισμών. Η Αμπχαζία ζητά από το 1978 έως και σήμερα την απόσχισή της από την Γεωργία και την ένωσή της με τη Ρωσία.


Χαζάροι, Μογγόλοι, Ρώσοι, Γεωργιανοί, Αζέροι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Πέρσες, Έλληνες, ακόμα και Εσθονοί κατοικούν στην Αμπχαζία. Αυτό το πολύμορφο “χάος” αποτελεί τον διαχρονικό πονοκέφαλο για οποιονδήποτε -ειδικότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά- προσπάθησε να επιβάλει συνθήκες εθνικής ομοιογένειας. Μετά την Ρωσική επανάσταση και τον εμφύλιο που ακολούθησε, η ΕΣΣΔ εισβάλει το 1921 στην περιοχή δημιουργώντας τη Σοβιετική Γεωργία. Πολλές από τις εκεί εθνότητες που θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκαν με τους αντεπαναστάτες, εκκαθαρίστηκαν ή εκτοπίστηκαν. Την περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων που ακολούθησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο επιχειρήθηκε να αλλοιωθεί ολοκληρωτικά ο χαρακτήρας της περιοχής. Μεγάλες εθνοτικές ομάδες της Αμπχαζίας μετακινήθηκαν στο Καζακστάν, ενώ στην περιοχή μεταφέρθηκαν πληθυσμοί από την Βαλτική. Η αφομοιωτική στρατηγική του Στάλιν στόχευε στην απομάκρυνση των μικρών εθνικών ομάδων από τους αρχικούς τους τόπους ώστε να εντάσσονται ευκολότερα στον νέο ρώσικο πατριωτισμό. Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ήταν φυσικά η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Γεωργία.

Οι διάφορες περιφερειακές τοπικές εθνοτικές ομάδες στα σύνορα μεγάλων αυτοκρατοριών ακολουθούν πολλές φορές μια τραγική μοίρα. Σε αντίθεση με ομάδες στο εσωτερικό που συχνά ενσωματώνονται, οι πολιτιστικές ομάδες που ζουν στο μεταίχμιο, συνθλίβονται. Η αδυναμία τους να ασκούν αυτόνομη εξωτερική πολιτική τους οδηγεί σε κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού ανάμεσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες που τις περιβάλλον. Η περιοχή της Αμπχαζίας μοιάζει διαχρονικά καταδικασμένη στον πόλεμο που πυροδοτούν οι τοπικοί εθνικισμοί, σε μια συνεχή κρίση ταυτότητας που ως τις μέρες μας γίνεται θέρετρο εμφυλίων.

Αυτό το κουβάρι προσπαθεί να λύσει περίτεχνα η ταινία του Urushadze. Δυο στρατιώτες από αντίπαλα στρατόπεδα, ένας γεωργιανός και ένας μουσουλμάνος μισθοφόρος της Ρωσίας, βρίσκονται μετά από μια σύντομη μάχη τραυματισμένοι στην αυλή ενός φιλήσυχου γέρου. Στο χωρίο, που τώρα έχουν μόνο τρεις ηλικιωμένοι, κατοικούσαν κάποτε Εσθονοί οι οποίοι έφυγαν σιγά-σιγά μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Αυτό σχεδιάζουν να κάνουν και οι τρεις ηλικιωμένοι της ιστορίας, αφού πρώτα μαζέψουν και πουλήσουν τα μανταρίνια τους. Ο ηλικιωμένος Εσθονός περιθάλπει τους ημιθανείς στρατιώτες με τη βοήθεια των επίσης ηλικιωμένων φίλων του. Όσο όμως αυτοί αναρρώνουν μέσα στο σπίτι του, το μίσος αναγεννιέται. Τώρα θέλουν ο ένας να ξεπαστρέψει τον άλλον. Ο γέρος τους βάζει να ορκιστούν πως κανένας φόνος δεν θα γίνει μέσα στα όρια του σπιτιού του, ελπίζοντας πως ο χρόνος -μαζί με τις πληγές στο σώμα θα επουλώσει και τα αντεκδικητικά πάθη. Το σπίτι μετατρέπεται σε ιερός τόπος, όπου το αρχέγονο ταμπού του φόνου δεσμεύει καθολικά τα μέρη.

Νιώθεις σαν να παρακολουθείς μια διασκευή του αριστουργήματος No man΄s land του Tanovic. Όμως εδώ η ταινία οδηγείται με μεγαλύτερη μαεστρία από τον Urushadze. Ο ρυθμός είναι πολύ πιο αργός, δημιουργώντας μια επιβλητική ατμόσφαιρα που ακροβατεί μεταξύ θρίλερ και κλασικής τραγωδίας. Οι εναλλαγές του φωτός και των φίλτρων στη φωτογραφία, συντονισμένες με τις περιόδους ηλιοφάνειας ή συννεφιάς, χρωματίζουν αυτή την ισορροπία με εξαιρετικό τρόπο. Η μουσική που υπογράφεται από τους Tcharkvyani και Diasamidze, φαινομενικά μονότονη, δημιουργεί ένα επιβλητικό ηχητικό πλέγμα. Το οδηγά μοτίβα της, που συμβάλουν καθοριστικά στον ρυθμό του μοντάζ, δεν βρίσκονται εδώ για να υπομνήσουν την εμφάνιση των χαρακτήρων αλλά κυρίως για να σχολιάσουν εικόνες, ιδέες και συναισθήματα. Οι ισορροπίες που πετυχαίνει ο Urushadze ανάμεσα στη λεπτή ειρωνεία, τον τρόμο και το χιούμορ είναι εξαιρετικές. Η μαεστρία με την οποία αντιμετωπίζει ένα τόσο δύσκολο θέμα χωρίς να υποπέσει σε φτηνούς συμβολισμούς και εύκολες γενικεύσεις είναι εκπληκτική, μετατρέποντας την ταινία του όχι μόνο σε ένα σημαντικό έργο τέχνης αλλά και σε μια ηχηρή αντιπολεμική διαμαρτυρία ενάντια στον εθνικισμό και στα δεινά που αυτός φέρνει μαζί του.

Για να κατανοήσει κανείς τη σύγχρονη αναβίωση του εθνικισμού σε αυτές τις περιοχές θα πρέπει να λάβει υπόψη του πως οι λαοί αυτοί έχασαν το τρένο των ριζοσπαστικών εθνικιστικών κινημάτων που συγκλόνισαν την Ευρώπη του 19ου αιώνα. Καταδικασμένοι να ζουν κάτω από την αυτοκρατορική μπότα μεγάλων μοναρχιών της Ευρώπης, πέρασαν στη συνέχεια κάτω από τα ολοκληρωτικά κράτη του 20ου αιώνα χωρίς να μπορέσουν να διεκδικήσουν την αυτονομία τους. Η δομική κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις αρχές του 90 έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς τοπικούς εθνικισμούς να αναδυθούν. Τα καταρρέοντα κράτη ήταν όμως αδύναμα και έτσι οι τοπικοί εθνικισμοί βρήκαν γόνιμο έδαφος στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού τους.

Η εποχή, όμως, των εθνικισμών είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Στο περιβάλλον της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς χάθηκε και η δυνατότητα αυτόνομης πορείας των εθνών κρατών. Η τραγικότητα αυτών των εθνικιστικών αναβιώσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι καταδικασμένοι να αποτυγχάνουν παρασύροντας μαζί τους σε έναν φαύλο κύκλο θανάτου ολόκληρες κοινωνίες. Φυσικά, αυτοί οι τοπικοί εθνικισμοί δεν προέκυψαν απλά ως ένα καταπιεσμένο ιστορικά αίτημα για αυτοδιάθεση, δεν ήταν απλά συλλογικά αιτήματα μιας παραδοσιακής αντίστασης απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της αγοράς, ήταν και παραμένουν στρατηγικά σχέδια των μεγάλων δυνάμεων, που στον ανελέητο ανταγωνισμό για τη φθορά του αντιπάλου, ανέσυραν και χρηματοδότησαν εθνικιστές δημαγωγούς, προσπαθώντας να εισχωρήσουν όσο βαθύτερα μπορούσαν στο έδαφος που κάποτε όριζε το στρατηγικό βάθος του εχθρού τους. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ οι χώρες της βαλτικής, η πρώην Γιουγκοσλαβία και οι περιοχές γύρω από τον Καύκασο γίνανε τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα (μαζί με τις πρόσφατες πορτοκαλί “επαναστάσεις” στην Ουκρανία) αυτών των τραγικών εθνικιστικών αναβιώσεων.

Όπως αναρωτιέται ο Ζήσης Σαρίκας σε έναν αφορισμό του «Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, την εποχή της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων, ιδεών και εμπορευμάτων και της αποπεράτωσης του πλανητικού χωριού, φύτρωσαν και ανθίζουν ο τοπικισμός και ο εθνικισμός. Μπορούν τα καρκινώματα να τα βάλουν με τον καρκίνο;». Είναι αυτό το ρητορικό ερώτημα που θέτει η ταινία παρακολουθώντας την τραγική μοίρα των ανθρώπων που βυθίζονται στην άβυσσο. Η σοφία του γέρου αποδεικνύεται απείρως σημαντικότερη από την απλή γνώση της Ιστορίας. Μια ιστορίας που δεν έχει ποτέ αξία αλήθειας, καθώς γράφεται πάντα υπό οπτική γωνία. Ο Γέρος θάβει το νεαρό στρατιώτη δίπλα στο τάφο του παιδιού του αδιαφορώντας για το γεγονός ότι πολέμησαν σαν αντίπαλοι, κάτω από άλλες σημαίες. Γιατί η κάθαρση που στην ταινία έρχεται στο φινάλε είναι μια αλήθεια βιωματική, ατομική. Και αν η τέχνη μπορεί να πει σήμερα κάτι ενάντια στο νεκραναστημένο ζόμπι του εθνικισμού, που ήρθε για να πιει όσο αίμα έχει απομείνει, αυτή θα είναι μια κραυγή ενσυναίσθησης, ένα ηθικό παράδειγμα· μια ζωηρή υπενθύμιση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν και να πεθάνουν μαζί στην ίδια γη τρώγοντας τους καρπούς της, που έως τότε θα περιμένουν στα κοφίνια σαπισμένοι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου