Ο Βασίλης Λαδάς και η εικονογραφία της μετανάστευσης

Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην παρουσίαση του Βιβλίου του Βασίλη Λαδά “ασώματη κεφαλή” στο συνεργατικό βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες στη Θεσσαλονίκη, το Νοέμβρη του 2014


Το ειδικό κρατικό βραβείο λογοτεχνίας που δόθηκε πρόσφατα στον Βασίλη Λαδά για το μυθιστόρημα Παιχνίδια Κρίκετ έριξε για λίγο τα φώτα της εγχώριας βιβλιοκριτικής πάνω στη λογοτεχνία του. Η προσοχή που δόθηκε ήταν, κατά τη γνώμη μας, πολύ μικρότερη σε σχέση με την πραγματική αξία του έργου του, το οποίο έως και σήμερα παραμένει υποφωτισμένο. Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε ορισμένα γενικά μοτίβα του πεζογραφικού του σύμπαντος με αφορμή το Παιχνίδια Κρίκετ εστιάζοντας ειδικότερα στη μορφή του πρόσφυγα.

Συνοπτικά για το έργο του συγγραφέα

Ο Βασίλης Λαδάς άρχισε την παρουσία του στα γράμματα μέσω της ποίησης. Με το ψευδώνυμο Βασίλης Αρφάνης έχει εκδώσει έως σήμερα οκτώ ποιητικές συλλογές. Από το νεανικό του έργο Ο Γιάννης και η Μαρία (1972) έως το πιο πρόσφατο Δίπλα (2011). Στην πεζογραφία εμφανίζεται πολύ αργότερα, στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, με το πεζογράφημα Η πόλη και ο μύθος (2002) και το Ρίον-Αντίριον (2004). Ας τα δούμε λίγο συνοπτικά. Στο Η πόλη και ο μύθος ο Λαδάς μεταφέρει νοητά τον ποιητή Allen Ginsberg να πίνει μπύρες μια βροχερή νύχτα του 1953 έχοντας ξεμείνει από λάθος τέσσερις μέρες στην Πάτρα. Χρόνια αργότερα σε ένα υπόγειο βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο πέφτει στα χέρια του ένα περιοδικό με ένα κείμενο του Ginsberg για το μέρος που του είχε κάνει τις χειρότερες εντυπώσεις, αυτό το μέρος ήταν η Πάτρα. “Για να γνωρίσεις μια πόλη που δεν έχει μύθο πρέπει να κατασκευάσεις εσύ τον μύθο’’ ανέφερε τότε ο Λαδάς σχετικά με την πρόθεση που τον οδηγεί στο να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο. Στο Ρίον - Αντίριον με πρωταγωνιστή ξανά τον συγγραφέα, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ο Λαδάς αναστοχάζεται πάνω στην έννοια του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μια φαραωνική γέφυρα και ένα νεκροταφείο κατασκευάζονται, μεταφέρονται, προκαλούν εντάσεις και αντιπαραθέσεις. Κανένας όμως δεν θέτει τα κρίσιμα ερωτήματα: τι σημαίνει ακριβώς η έννοια της προόδου; Ο αφηγητής στοχάζεται πάνω στις αλλαγές και τις αντιθέσεις του τοπίου, αναρωτιέται για την ηθικό ανωτερότητα της ταχύτητας ή και της βραδυπορίας, για το εφήμερο των κατασκευών του ανθρώπου.[1] Τη σκυτάλη στα βιβλία του συγγραφέα παίρνει το εξαιρετικό διήγημα Ασώματη Κεφαλή (2007) που πραγματεύεται τη ζωή ενός μικρού παιδιού από τις προσφυγικές γειτονίες της Πάτρας το οποίο πρόσφερε ένα απίθανο θέαμα στους θεατές, ενός αυτοσχέδιου μικρού τσίρκου: το τρικ της ασώματης κεφαλής. Ο συγγραφέας βρίσκει τυχαία κάποιες αράδες στο αρχείο μιας παλαιάς εφημερίδας και η μορφή της ασώματης κεφαλής του γίνεται εμμονή. Που είναι σήμερα αυτό το παιδί; τι να έγινε; Οι φτωχοδιάβολοι των εργατικών συνοικιών μπαίνουν στο προσκήνιο για να ξεδιπλωθούν ιστορίες προσφυγιάς, εξορίας και λυτρωτικής επιστροφής. Ένα χρόνο μετά, ο συγγραφέας θα δοκιμαστεί σε ένα νέο είδος. Θα έλεγε κανείς πως δεν διάλεξε το θέμα του αλλά τον διάλεξε εκείνο. Ήταν η εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια στην επαπειλούμενη κατεδάφιση του μεγαλύτερου κατακλυσμού προσφύγων στη χώρα. Ο Λαδάς, που στάθηκε στο πλευρό όσων αγωνίζονταν, κατέγραψε την ένταση των ημερών, τον πόλεμο προσφύγων και αλληλέγγυων ενάντια σε θεούς και δαίμονες. Το βιβλίο όμως δεν είναι ένα απλό ντοκιμαντέρ, εμπλέκει την καταιγιστική αφήγηση με το μύθο δημιουργώντας ένα υβριδικό είδος αρκετά ιδεοτυπικό για τη γραφή του.

Μετά το Μουσαφεράτ, και αφού εκδίδει την ποιητική του συλλογή Δείπνα ο Λαδάς, επιστρέφει με το τελευταίο του βιβλίο Παιχνίδια Κρίκετ το οποίο θα μας απασχολήσει εδώ αναλυτικότερα. Ας δούμε λίγο την υπόθεσή του. Μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το φθινόπωρο του 2010, σε μια φτωχή γειτονιά της Πάτρας δημιουργούνται από ανέργους Αλβανούς και Έλληνες δυο συνεργεία συγκομιδής ελιάς. Το κάθε ένα αρχικά αγνοεί την ύπαρξη του άλλου όμως σε λίγο οι δρόμοι τους διασταυρώνονται για να πλεχτούν σε μικρο-καυγάδες, πειράγματα και εντάσεις. Το φυλετικό μίσος με όλα του τα στερεότυπα είναι παρόν και αναπαράγεται συνεχώς. Το κρίκετ, το αριστοκρατικό παιχνίδι των Βρετανών αποικιοκρατών, γίνεται για λίγο ο τρόπος να μεσολαβηθούν οι αντιθέσεις αλλά και να λυθούν οι διαφορές. Καθώς οι εβδομάδες περνούν και η δουλειά της συγκομιδής φτάνει στο τέλος της, όλοι νιώθουν πως θα γυρίσουν ξανά στη μίζερη καθημερινότητα της ανεργίας. Η ένταση ανεβαίνει ώσπου ένα τυχαίο περιστατικό οδηγεί στο φονικό.

Το ύφος στη λογοτεχνία του Λαδά

Η πρώτη επαφή του αναγνώστη με το λογοτεχνικό σύμπαν του Βασίλη Λαδά δεν είναι εύκολη. Και ο λόγος είναι απλός: το είδος της γραφής του δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο γνωστό ιδίωμα, και έτσι, να καθησυχάσει το πνεύμα καθοδηγώντας το μυαλό σε μια μονόδρομη πορεία με λίγο ως πολύ γνωστή έκβαση. Αντίθετα, το ύφος του Λαδά είναι συνειδητά απροσδιόριστο ακροβατώντας από τον ρεαλισμό στην αισθητική περιπλάνηση. Αυτή η λογοτεχνική θέση είναι εξαιρετικά δύσκολη ειδικότερα στις μέρες μας που η παραγωγή απαιτεί από τον δημιουργό τυποποιημένες αφηγήσεις που θα “βάλουν τους αναγνώστες για ύπνο”. Στον αντίποδα ο Λαδάς απαιτεί τον κόπο του αναγνώστη σε μια διαδικασία κριτικής συμμετοχής που τον αποκόπτει από την ανεμελιά της ανάγνωσης. Ο Λαδάς χρησιμοποιεί από την πρώτη στιγμή της λογοτεχνικής του πορείας ένα πολύ ιδιότυπο λογοτεχνικό είδος που συνδυάζει την ιστορική έρευνα, την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (δίνοντας τόνο μαρτυρίας), την παρουσία υπαρκτών προσώπων που συνομιλούν μαζί του καθώς και πλήθος ντοκουμέντων που δίνουν την αίσθηση μια δικογραφίας. Παράλληλα όμως, η ρεαλιστική πλευρά της αφήγησή του εμπλέκεται με μυθολογικές αναφορές, με μυθολογικά πρόσωπα και θεότητες, που κινούνται ανενόχλητοι στο προσκήνιο. Το ιδιαίτερο στον Λαδά δεν είναι η τεχνική καθεαυτή, αλλά ο τρόπος που τη χειρίζεται. Διαβάζοντάς τον νιώθεις ότι όλα τα στοιχεία είναι δοσμένα στις ακριβείς δόσεις, σαν μια πολύ καλά μελετημένη συνταγή μαγειρικής, όπου κανένα υλικό δεν υπερισχύει υπερβολικά του άλλου. Η εκπληκτική ισορροπία που πετυχαίνει η γραφή του Λαδά ανάμεσα στον μύθο και τον λόγο είναι και το στοιχείο που μετατρέπει την αφήγησή του σε ένα σημαντικό καλλιτεχνικό έργο.

Ας αναλύσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία του λογοτεχνικού του σύμπαντος.

η πόλη

Η Πόλη είναι η διαρκής πηγή έμπνευσης του συγγραφέα που εντοπίζεται από την πρώτη στιγμή του έργου του και ειδικότερα στην ποίησή του. Όχι όμως η πόλη ως φόντο απολιθωμένου μνημείου, αλλά η πόλη ως δοχείο ζωής και δρώσα πραγματικότητα. Το ύφος του για αυτήν είναι νοσταλγικό αλλά μακρυά από παλιές γκραβούρες. Η δυσφορία του πολιτισμού που εκδηλώνεται ως συνεχής υπενθύμιση των επιστρώσεων είναι παρούσα σε κάθε πόλη με ιστορικό βάθος. Όλα τα επίπεδα είναι εδώ: αρχαιότητα, ρωμαϊκή πόλη, μεσοπόλεμος, σήμερα. Ο συγγραφέας, βαθύς γνώστης της Ιστορίας, τυμβωρύχος των πρωτογενών αρχείων, επιχειρεί συνεχώς μια ενδοσκόπηση, αναζητώντας την κοινότητα ως δεσμό. Μελαγχολικός και εναγώνιος όπως είναι, φορέας μιας παράδοσης διεθνιστικής, δεν γνωρίζει καμία πατρίδα πέρα από την παιδική ανάμνηση. Την ανάμνηση δηλαδή μιας χαμένης κοινότητας που κατακερματίστηκε μέσα στους λυσσώδεις ανταγωνισμούς.

συνομιλία με τον Καβάφη

Η πόλη τον εγκλωβίζει. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει πως υπάρχει μια συνεχής συνομιλία στο έργο του Λαδά με τον Καβάφη. Η κάποτε σπουδαία πόλη σε παρακμή, η προσωπική περιπλάνηση, ο αισθητικός έρωτας, η λατρευτική περιγραφή της ομορφιάς, η παρατήρηση ως απομόνωση από τα συμβαίνοντα, η Ιστορία ως μεγάλη αφήγηση και η μόνιμη φιλοσοφική ειρωνεία είναι καβαφικά στοιχεία ευδιάκριτα στον Λαδά. Η συνομιλία πολλές φορές επικεντρώνεται σε ένα ποίημα του Καβάφη, “τα τοίχοι”. Λες και όλο του το έργο μοιάζει μια προσπάθεια να απαντήσει στη ματαιότητα του αλεξανδρινού ποιητή, συμφωνώντας παράλληλα μαζί του. Η πόλη για τον Λαδά είναι ταυτόσημη με την ιδέα της ελευθερίας αλλά και της φυλακής. Η φυγή μοιάζει αδύνατη αλλά και αναγκαία ταυτόχρονα ·σαν μια υπόσχεση που συνεχώς αναβάλλεται οδηγώντας σε αυτοσυνειδησία. Ο συγγραφέας μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στις δύο όψεις του μοντέρνου ήρωα. Η κοινωνία των μεμονωμένων ανταγωνιστών κόντρα στην κοινότητα. Ο μόνιμος διχασμός του σύγχρονου αστού που αδυνατεί να βρει την ελευθερία εγκλωβισμένος σε ανυπέρβλητα διλήμματα: ιδιώτης ή πολίτης;

ο χρόνος

Ο χρόνος στο σύμπαν του Λαδά είναι πανταχού παρόν και φαινομενικά αξεπέραστος. Οι σκηνές δένονται ανελαστικά μαζί του. Κάθε κεφάλαιο ξεκινάει με την ακριβή ημερομηνία και ώρα των γεγονότων. Αυτός ο ωμός ρεαλισμός δίνει την αίσθηση μιας δικογραφίας ή ενός πολιτικού ντοκιμαντέρ. Είναι όμως η προσωπικότητα του συγγραφέα που αποκαλύπτεται μέσα από τον ρυθμό. Η αίσθηση ενός ρολογιού σε αντίστροφη μέτρηση υπάρχει από την πρώτη στιγμή, υποδόρια, εισάγοντας μια ύπουλη αγωνία κάτω από τη φαινομενική γαλήνη. Αυτός ο ρυθμός είναι σύμφωνος με την κοινωνική σχέση που πραγματεύεται. Η σούπα είναι τοποθετημένη στη φωτιά, η θερμοκρασία ανεβαίνει με σταθερό ρυθμό, αλλά δεν βράζει ακόμα. Οι σχέσεις Ελλήνων και ξένων περνούν σε έναν πόλεμο χαμηλής έντασης, σαν φυλετικές διαμάχες πρωτογόνων φυλών. Παιγνιώδης πόλεμοι που κρατούσαν παγιοποιημένα τα όρια της μικροκυριαρχίας της μιας απέναντι στην άλλη. Αυτός ο αρχέγονος ρυθμός ακούγεται πίσω από τις λέξεις. Έχεις την αίσθηση πως η ένταση ανεβαίνει όπως τα τύμπανα στην Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι όσο πλησιάζει η ώρα της θυσίας.

Η θυσία

Η θυσία, το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου ενέχει μια βασική λειτουργία. Είναι ο φαύλος κύκλος, η αιώνια ανακύκληση, η εμπέδωση του status quo για μια ακόμα φορά. Όμως το μέγεθος της τραγωδίας προσφέρεται για αναστοχασμό. Λυτρώνει μέσω της κάθαρσης τους εμπλεκόμενους, αλλά όχι την κοινωνία. Αυτή θα συνεχίσει να ζει αλύτρωτη ανακυκλώνοντας τα αγωνιώδη της αδιέξοδα σε ένα παιχνίδι θανάτου. Μπορεί η θυσία να λυτρώσει την κοινωνία; Το βιβλίο δεν δίνει απάντηση. Ίσως ο συγγραφέας γνωρίζει την τραγική επισήμανση του Βολτέρου “για τις απαραίτητες φανφάρες και τυμπανοκρουσίες” που επιτρέπουν σε έναν φόνο να επισημάνει την αλλαγή. Εδώ όμως η θυσία δεν εντάσσεται σε αυτόν τον τραγικό κύκλο. Δεν πυροδοτεί επανάσταση. Οι εκπρόσωποι μιας “πανάγαθης τάξης” θα επέμβουν ξανά για να “ηρεμήσουν τα πνεύματα”. Αυτή είναι ίσως η πραγματική φύση της τραγωδίας,·πως η θυσία δεν γίνεται όχημα για τη ζωή αλλά για τον θάνατο.

πανθεϊστική αρμονία

Ποιος θα αντιστρέψει όμως την εικόνα; Υπάρχει διαχρονικά στο έργο του Λαδά ευδιάκριτη η εικόνα μιας πανθεϊστικής αρμονίας, πότε ως νοσταλγίας και πότε ως ζωντανής παρουσίας. Έτσι, ανάμεσα στους πολύ γειωμένους ήρωες εμφανίζονται μυθολογικές θεότητες: η Εκάβη, τα πνεύματα του νερού στο Μουσαφεράτ, η αμίλητη θεότητα Λουλέ στο Παιχνίδια Κρίκετ. Θεότητες που εξισορροπούν σαν από μηχανής θεοί τις αδικίες, την προκαθορισμένη καθημερινότητα, μορφές που αλλάζουν την ιστορία με τις μικρές μαγικές τους επεμβάσεις. Υπάρχει σε όλο το έργο του Λαδά διάχυτο το μοτίβο αυτής της νοσταλγίας. Είναι η νοσταλγία της χαμένης κοινότητας, των πολυθεϊστικών και παγανιστικών μορφών.[2]

Έχει η μυθοπλασία του Λαδά αξία ιστορικής μαρτυρίας, όπως έγραψε πρόσφατα κάποιος σχολιαστής; Τι νόημα μπορεί να διαβαστεί μέσα από τις ιστορίες του; Ποια είναι τελικά η πρόθεσή του; Ο Λαδάς γνωρίζει πως η τέχνη (η πραγματική τέχνη και όχι τα εμπορικά κακέκτυπα της μαζικής κουλτούρας) λέει περισσότερα για την Ιστορία για την ίδια την Ιστορία. Πάνω στο έργο τέχνη, έλεγε ο Αριστοτέλης στην ποιητική του, έχουν καταγραφεί όλες οι σημασίες που ξεφεύγουν της επίσης ιστοριογραφίας. Ο Αντόρνο πήγε αυτή την ιδέα ένα βήμα πιο κάτω. Στο έργο, θα πει, αποκαλύπτεται η εναλλακτική δυνατότητα, η δυναμική της λύτρωσης. Ο Λαδάς μας προσφέρει μια τραγωδία που μέσα της όμως καταγράφει ακριβώς αυτή την ελπίδα ως δυνατότητα. Είναι αυτό το σπαραχτικό αν, το νήμα της διδαχής που φέρνει η κάθαρση. Ο συμμετέχων αναγνώστης πρέπει να τραβήξει μόνος του την κουρτίνα. Η ελπίδα κρύβεται στην ομορφιά της κοινής ζωής ντόπιων και μεταναστών, στους κοινούς τόπους και στο παιχνίδι. Το κακό έγινε γιατί χάθηκαν τόσες και τόσες δυνατότητες να γίνουν τα πράγματα αλλιώς. Η λύτρωση απαιτεί τη συμμετοχή. Το βιβλίο έχει αξία ιστορικού ντοκουμέντου της σχέσης της κοινωνίας με τους μετανάστες. Αν το Μουσαφεράτ μας έδειχνε γλαφυρά το έπος των μεταναστεύσεων και τους κοινούς αγώνες τους για ελευθερία και αξιοπρέπεια, το Παιχνίδια Κρίκετ περιγράφει μια εποχή κοινωνικής ήττας και πισωγυρίσματος. Η κοινωνική κρίση γίνεται το μοτίβο της καθημερινής ανθρωποφαγίας, της αστικής αδιαφορίας απέναντι στον Άλλο.

Οι μετανάστες - πρόσφυγες

Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι παρόντες από την πρώτη στιγμή στη θεματολογία του Λαδά. Είναι για αυτόν οι πραγματικοί ήρωες της πόλης. Μέσα στο έργο ξεδιπλώνεται μια πραγματική εικονογραφία της μετανάστευσης. Από τους Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες του 19ου αιώνα μέχρι τους Κούρδος, Αφγανους και Σομαλούς των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα ο συγγραφέας υφαίνει τις ιστορίες τους μέσα στην Πάτρα. Η ίδια η πόλη δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτούς. Κάθε φορά που τους διώχνει, χάνει μαζί τους και την ελπίδα να υπερβεί τη μετριότητά της. Οι πρόσφυγες εφέραν τις ιδέες και τα γράμματα από την Ευρώπη, οι μετανάστες στήριξαν την πάλαι ποτέ ακμάζουσα αστική βιομηχανία της. Μόνο όταν η πόλη γίνεται πύλη και σταυροδρόμι πολιτισμών, η κοινωνίας της ανασαίνει.

Στην Ασώματη Κεφαλή οι μετανάστες είναι οι ντόπιοι στις δεκαετίες του 50 και του 60. Οι φτωχές γειτονίες των προσφύγων που έφτασαν από τη μικρασία, αλλά δεν κατάφεραν εύκολα να ριζώσουν. Φτώχεια, εμφύλιος, οι περισσότεροι εντάσσονται στο ΕΑΜ, εξορία και μετανάστευση στην Αμερική και την Αυστραλία. Στο τέλος γυρίζουν σαν φαντάσματα του Εαυτού τους. Ο συγγραφέας αναμοχλεύει τις μνήμες για να περισώσει τους ανθρώπους που χάθηκαν. Για να τους ξαναβρεί φανταστικά μέσα από την τέχνη. Στο Μουσαφεράτ οι μετανάστες είναι περαστικοί. Νέοι, γεμάτοι όνειρα για μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Η πόλη είναι για αυτούς απλά ένα πέρασμα. Η καταστολή φέρνει συνωστισμό και αυτός με τη σειρά του χτίζει με χαρτόκουτα μια νέα ζωή. Ο Λαδάς δεν έχει αυταπάτες. Όλο το βιβλίο είναι μια καταγγελία όχι μόνο των πολιτικών που εξαθλιώνουν τους μετανάστες αλλά και της εγκληματικής κοινωνίας που είναι έτοιμη να τους ρίξει στην πυρά (κάτι που η εγκληματική κοινωνία πραγματοποιεί λίγους μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου καίγοντας τον καταυλισμό τους). Στο Παιχνίδια Κρίκετ είναι οι μετανάστες που ήρθαν για να μείνουν. Ο παράδεισος όμως που τους υποσχέθηκαν δεν υπάρχει. Στην Ελλάδα της κρίσης μένεις μόνο επειδή βρέθηκες εκεί. Τα διλήμματα επιστροφής στην πατρίδα, οι προσδοκίες, οι αγωνίες για μια ζωή που χάνεται μαζί με τις ευκαιρίες της.

Οι μετανάστες στη λογοτεχνία του Λαδά δεν είναι τα άβουλα πιόνια των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των λαθρέμπορων ελπίδας ούτε οι άτακτοι αλλόθρησκοι λαθρεπιβάτες της Δύσης, δεν είναι τα ήπια και φιλήσυχα αθώα θύματα ούτε οι πανούργοι μικροεγληματίες, είναι άνθρωποι κανονικοί: με πάθη, αδυναμίες, προκαταλήψεις. Στη λογοτεχνία του Λαδά οι μετανάστες από αντικείμενα στους σχεδιασμούς των άλλων γίνονται υποκείμενα της ιστορίας τους. Ο συγγραφέας λατρεύει το ταξίδι που ζωγραφίζεται στο βλέμμα τους, τα ιερογλυφικά των δρόμων που σκαλίζονται στο δέρμα τους, το πάθος και τις εμμονές τους, για αυτό και δεν επιθυμεί να τους εξιδανικεύσει μετατρέποντάς στους σε σύμβολα.

Οι Έλληνες και οι μετανάστες για το Λαδά είναι αντικείμενα της ίδιας καταπίεσης – αν και δεν το αντιλαμβάνονται. Το επικίνδυνο παιχνίδι τους, ανταγωνισμός και έλξη μαζί, προεικονίζει την τραγωδία στην οποία είναι χειροπόδαρα δεμένοι. Ο κοινωνικός αυτοματισμός επιβάλει συμπεριφορές: οι κάτω ενάντια στους πιο κάτω. Αυτή η τραγική μοίρα των απλών ανθρώπων σκιαγραφείται στα σχέδια των ισχυρών. Αν η ιδεολογική αφήγηση θα επιβληθεί όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού, υπάρχει ελπίδα; Ο συγγραφέας δεν θέλει να μας πει παραμύθια της Χαλιμάς. Καταγράφει την τραγωδία και την απελπισία χωρίς να προτείνει ρητά την έξοδο. Είναι όμως ο απελπισμένος εκείνος που δίνει στους άλλους ελπίδα, ο ποιητής, που μπορεί να σταθεί λίγα εκατοστά πάνω από την πραγματικότητα δεμένος γερά με το έδαφος. Δεν αεροβατεί. Το κλειδί για τη φυγή είναι η θεότητα, το θαύμα της ζωής που αντιστέκεται μέσα από το πρόσωπο της μικρής Λουλέ, που παραμένει ζωντανή για να υπαγορεύσει το δίκαιο χρησμό, ικανή να αντιστρέψει τον σκληρό ρεαλισμό σε ουτοπία.


       Παράξενη ημέρα ξημέρωσε στην πόλη.
       Μια συνηθισμένη Κυριακή βάφτηκε σαν κόκκινο αυγό.
       Στις αυλές έσφαζαν αρνιά και τα σουβλίζαν
       έπιναν κρασί, ούζα και τραγουδούσαν.
       Από παντού με χαιρετούσαν φίλοι ξεχασμένοι .
       Από το βουνό κατέβαιναν αντάρτες
       στα μαύρα γένια τους άσπρο χιόνι.
       Είδα και τη μάνα μου να τρέχει πίσω από ένα παιδάκι
       μέσα στο πλήθος που ξεφλούδιζε το κόκκινο αυγό.
       Εμένα νόμιζε πως έβλεπε.
       Είχε ξεχάσει να μου ευχηθεί.
       Ο χρόνος ετρελάθη στο μυαλό της.

       Κάτω στο λιμάνι θυσίαζαν αρνιά οι λαθρομετανάστες.
       Γέμιζε το τσιμέντο αίμα και μπαμπάκι.
       Να φύγουν κρυφά με τα καράβια
       θέλαν οι λαθρομετανάστες.
       Έσπαζαν καρύδια κι έδειχναν τη ψίχα
       όχι σαρίδια σε καρυδότσουφλα φώναζαν
       αφήστε τα χαρτοκιβώτια στην πλάτη μας
       σαν τα καύκαλα τα έχουμε όπως οι χελώνες.
       Αργά πηγαίνουμε προς τον παράδεισο
       η κόλαση γρήγορα καιει τα βήματά μας.
       Οι πιο γενναίοι πέφτανε στη  θάλασσα.
       Έλεγαν χρόνια πολλά και φεύγαν κολυμπώντας.
       Σε λίγο έφερναν τους πρώτους πνιγμένους .
       Στο αφρισμένο στόμα τους έβαζαν μπαμπάκι.
       Ένα καράβι λύθηκε κι έφυγε μοναχό του
       στο βάθος του ορίζοντα έγινε μικρή βαρκούλα
       μετέφερε ψυχές μ` ένα λευκό πανί. 
 
       Ύστερα ερήμωσαν απότομα οι δρόμοι.
       Με τόσο αίμα δεν έγινε ανάσταση.
       Μπήκαν στο πλυντήριο να ξεβρομίσουνε οι δρόμοι.
       Από τις κεραίες κρέμονταν σαπισμένο κρέας.
       Γύρω βομβαρδιστικά οι μύγες.
       Πήγα στο σπίτι μου η μάνα μου να μου εξηγήσει
       αν ήταν όνειρο η Κυριακή τότε τι θα σήμαινε.
       Πέσε να κοιμηθείς μου είπε.
       Άδειοι ήσαν οι δρόμοι από το πρωί.
       Λείπουν όλοι στα εξοχικά και στις παραλίες. 
       Το βράδυ θα γυρίσουν με τα τζιπ.
       Αν βάλεις θερμόμετρο θα έχεις πυρετό.
       Στους έρημους δρόμους γίνεσαι έρημος άνθρωπος.
       Ότι ονειρεύεσαι για τη ζωή ότι φοβάσαι
       το βλέπεις να συμβαίνει σαν τελετή.

       Μα αν κοιμηθώ από το όνειρο
       πάλι στο όνειρο θα πέσω.
       Πάλι θα`μαι μικρό παιδί
       που δεν μου ευχήθηκε η μάνα μου.
       Στην ίδια θάλασσα θα μπω
       που στον αφρό της βγαίνουν οι πνιγμένοι.
       Θα γεμίσει ο ύπνος μου μπαμπάκι.

[ποίημα από τη Συλλογή του Βασίλη Λαδά, Απόκραιο, 2004]



----------------------------------
[1] Το βιβλίο παρουσιάστηκε σε διασκευή  από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου το 2005
[2] Χαρακτηριστικότερη πάνω σε αυτή τη θεματική είναι η ποιητική του συλλογή Απόκραιο που κυκλοφόρησε το 2004.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου