Πίστωση επί θανάτου - A μέρος

του Anselm Jappe*


«Ο Guardian σημείωνε στην ιστοσελίδα του την Παρασκευή ότι το κτίριο της Times Square, στην καρδιά του Μανχάταν, στην πρόσοψη του οποίου αναγράφεται το ύψος του δημόσιου αμερικανικού χρέους, δεν έχει πια αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει το αστρονομικό ποσό των δισεκατομμυρίων δολαρίων, για την ακρίβεια 10.299.020.383, ένα μέγεθος τεράστιο το οποίο οφείλεται κυρίως στη χρηματοδότηση του σχεδίου Πόλσον και την ενίσχυση των ιδρυμάτων Freddie Mac και Fannie Mae. Χρειάστηκε μάλιστα να απαλειφθεί το σύμβολο $, που καταλάμβανε το τελευταίο τετράγωνο της επιγραφής, έτσι ώστε ο περαστικός να μπορέσει να πιει το πικρό ποτήρι μέχρι την τελευταία γουλιά».[1]



Ποιος θέλει να το θυμάται αυτό σήμερα; Ο μεγάλος φόβος του περασμένου Οκτωβρίου μοιάζει ήδη πιο μακρινός και από τον «μεγάλο τρόμο» των αρχών της γαλλικής επανάστασης. Κι όμως, πριν από ένα χρόνο, είχαμε την εντύπωση ότι το νερό έμπαινε από παντού και το καράβι βυθιζόταν. Είχαμε επίσης την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος, χωρίς να το λέει, το περίμενε εδώ και καιρό. Οι ειδικοί αναρωτιούνταν ανοιχτά για τη φερεγγυότητα ακόμη και των πιο ισχυρών κρατών και οι εφημερίδες δημοσίευαν στην πρώτη σελίδα την πιθανότητα μιας αλυσιδωτής πτώχευσης των ταχυδρομικών ταμιευτηρίων στη Γαλλία. Στα οικογενειακά συμβούλια συζητούσαν αν ήταν απαραίτητο να αποσύρουν όλα τα χρήματα από την τράπεζα και να τα φυλάξουν στο σπίτι. Οι χρήστες των τρένων αναρωτιούνταν αν, προαγοράζοντας ένα εισιτήριο, τα τρένα θα συνέχιζαν να κυκλοφορούν δύο βδομάδες αργότερα. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους απευθυνόταν στο έθνος, για να μιλήσει για τη χρηματοπιστωτική κρίση, με όρους παρόμοιους με εκείνους που είχε χρησιμοποιήσει μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, και η Monde τιτλοφορούσε το περιοδικό της τον Οκτώβριο του 2008: «Το τέλος ενός κόσμου». 


Όλοι οι σχολιαστές συμφωνούσαν στις εκτιμήσεις τους ότι αυτό που επρόκειτο να συμβεί δεν ήταν μια απλή περιστασιακή αναστάτωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά η χειρότερη κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή το 1929. Με κατάπληξη διαπίστωνε κανείς ότι οι ίδιοι άνθρωποι, από τους κορυφαίους μάνατζερ ως τους δικαιούχους κατώτατου εισοδήματος, οι οποίοι, μέχρι την κρίση, έμοιαζαν πεισμένοι πως η συνηθισμένη καπιταλιστική ζωή θα εξακολουθούσε να υφίσταται για απροσδιόριστο διάστημα, μπορούσαν να προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στην ιδέα μιας μεγάλης κρίσης. Η γενική εντύπωση και η αίσθηση πως βρισκόμαστε στο χείλος ενός γκρεμού προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αφού τότε δεν επρόκειτο κατ’ αρχήν παρά για μια χρηματοπιστωτική κρίση για την οποία ο μέσος πολίτης γνώριζε μόνο από τα μέσα ενημέρωσης. Δεν υπήρχαν ούτε μαζικές απολύσεις, ούτε διακοπή στη διανομή προϊόντων πρώτης ανάγκης, ούτε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης χρημάτων εκτός λειτουργίας, ούτε έμποροι που αρνούνταν τις πιστωτικές κάρτες. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε ακόμη «ορατή» κρίση. Κι όμως, κυριαρχούσε ένα κλίμα ότι ερχόταν το «τέλος της βασιλείας». Πράγμα που δεν εξηγείται παρά με την υπόθεση πως, ήδη, πριν από την κρίση, όλοι ανεξαιρέτως αισθάνονταν αόριστα, αλλά χωρίς να θέλουν να το συνειδητοποιήσουν πλήρως, ότι προχωρούσαν πάνω σε μια λεπτή στρώση πάγου, ή σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Όταν η κρίση ξέσπασε, κατά βάθος, κανένας σύγχρονος άνθρωπος δεν εξεπλάγη περισσότερο από όσο ένας βαρύς καπνιστής που μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Χωρίς να γίνεται αντιληπτή με σαφήνεια, η αίσθηση ότι αυτό δεν μπορούσε πια να συνεχίζεται «ως έχει» ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένη. Όμως, ίσως πρέπει να μας προκαλέσει μεγαλύτερη έκπληξη η επισημότητα με την οποία τα μέσα ενημέρωσης έβαλαν την «αποκάλυψη» στο περιθώριο, για να αρχίσουν ξανά να ασχολούνται με τους ψαράδες οστρακοειδών ή τις τρέλες του Μπερλουσκόνι. Να εκπλαγούμε με τους οικονομολόγους που ανακοινώνουν με θράσος ότι η κρίση έχει ήδη λήξει και όλα θα πάνε ξανά προς το καλύτερο. Με τους αποταμιευτές που προσεγγίζουν ξανά την τράπεζά τους χωρίς τον παραμικρό φόβο ότι θα την βρουν κλειστή. Με τον μέσο πολίτη για τον οποίο η κρίση συνοψίζεται σε διακοπές μικρότερης διάρκειας γι’ αυτή τη χρονιά… Ακόμη και με τους ειδικούς, οι οποίοι μας εξηγούν με μειλίχιο ύφος ότι τίποτα δεν συνέβη και τίποτα δυσάρεστο δεν πρόκειται να συμβεί, θα έπρεπε να ανησυχούμε και να θεωρούμε ύποπτη μια τόσο ξαφνική ανακούφιση και λήθη. Όμως, ακόμη κι αυτοί συνεχίζουν να συμπεριφέρονται όπως ο καρκινοπαθής που καπνίζει επιδεικτικά για να δείξει ότι η υγεία του είναι εξαιρετική. Ακόμη κι αυτοί έχουν ήδη συνηθίσει να ζουν μ’ αυτό. Για δεκαετίες, ένα ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης που δεν ήταν επαρκώς υψηλό θεωρείτο εθνική καταστροφή – σήμερα, η ανάπτυξη, για πρώτη φορά εδώ και εξήντα χρόνια, είναι πραγματικά αρνητική. Δεν πειράζει: η ανάπτυξη θα επανέλθει τον επόμενο χρόνο, βεβαιώνουν ατάραχοι.

Τίποτα καινούριο κάτω από την τρύπα του όζοντος: ούτε η επίσημη επιστήμη, ούτε η καθημερινή συνείδηση καταφέρνουν να φανταστούν κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη γνωρίζουν: καπιταλισμός λοιπόν και πάλι καπιταλισμός. Μπορεί να διασχίζει μια θύελλα, μπορεί να εμφανίζει «υπερβάσεις», μπορεί τα επόμενα χρόνια να είναι δύσκολα, αλλά οι αρμόδιοι θα αντλήσουν τα διδάγματά τους: οι Αμερικανοί, άλλωστε, εξέλεξαν επιτέλους έναν λογικό πρόεδρο, και οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις πρόκειται να υιοθετηθούν – μετά τη βροχή, η καλοκαιρία! Δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι οι έμμισθοι αισιόδοξοι, οι μόνοι που νομιμοποιούνται να εκφράζονται στους οργανισμούς και τα μέσα ενημέρωσης, αναγγέλλουν έτσι σε κάθε χελιδόνι την επάνοδο της άνοιξης. Τι άλλο θα μπορούσαν να πουν;Ωστόσο, στο πιο κρίσιμο σημείο της κρίσης του 2008, τα μέσα ενημέρωσης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να δίνουν πότε πότε το λόγο σε εκείνους που πρόσφεραν μια «αντικαπιταλιστική» ερμηνεία, δηλαδή σε εκείνους που παρουσίαζαν την κρίση ως την έκφραση μιας βαθύτερης δυσλειτουργίας και οι οποίοι δεν παρέλειπαν να απευθύνουν έκκληση για «ριζικές αλλαγές». Ενώ το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στη Γαλλία και οι όμοιοί του ξεκαθάριζαν, όπως ήταν προφανές, ότι «δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσουν την κρίση τους», ανασύροντας από το υπόγειό τους τις προκηρύξεις που είχαν μείνει από διαδηλώσεις πριν από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια, οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι αυτού που σήμερα θεωρείται η πιο αμείλικτη κριτική της σύγχρονης κοινωνίας –δηλαδή, οι Μπαντιού, Ζίζεκ, Νέγκρι– απέκτησαν μεγαλύτερο από το σύνηθες βήμα στον τύπο ή, σε κάθε περίπτωση, αισθάνθηκαν ότι έπνεε ούριος άνεμος. Κι όμως, είναι εν μέρει εντυπωσιακό το γεγονός ότι στις αναλύσεις τους δεν προβλεπόταν καθόλου το ενδεχόμενο μιας μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, η οποία δεν θα προερχόταν από την αντίσταση των «εκμεταλλευόμενων» ή του «πλήθους», αλλά από μια εμπλοκή της μηχανής – και επομένως, χωρίς κανέναν υπεύθυνο. Στην πραγματικότητα, εξήγησαν και αυτοί, με τον τρόπο τους, ότι πρέπει να προχωρήσουμε και δεν υπάρχει κανένα θέμα που πρέπει να εξετάσουμε, είναι μια κρίση όπως όλες οι άλλες, η οποία θα περάσει όπως πέρασαν και οι άλλες, γιατί η κρίση είναι το φυσικό θεμέλιο του καπιταλισμού. Όμως, αυτό που αποκαλούν κρίση –η κατάρρευση των χρηματιστηρίων, η παγκόσμια ύφεση– δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα σύνολο από δευτερεύοντα φαινόμενα. Είναι οι ορατές εκδηλώσεις, η επιφανειακή έκφραση της πραγματικής κρίσης, αυτής που οι ίδιοι δεν καταφέρνουν να σκεφτούν. Οι δηλωμένοι αντίπαλοι του καπιταλισμού –«ακραία» ή «ριζοσπαστική» αριστερά, μαρξιστές διαφόρων πεποιθήσεων, «αρνητές της ανάπτυξης» ή «ριζοσπάστες» οικολόγοι–, σχεδόν όλοι πασχίζουν να πιστέψουν στην αιωνιότητα του καπιταλισμού και των κατηγοριών του, μερικές φορές περισσότερο και από ορισμένους απολογητές του.[2]

Αυτή η κριτική του καπιταλισμού δεν ασχολείται παρά μόνο με τη δημοσιονομική κατάσταση, που θεωρείται η μόνη υπεύθυνη για την κρίση. Η «πραγματική οικονομία» είναι υγιής και μόνο τα δημόσια οικονομικά, που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο, θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία. Εξ ου η πιο συνοπτική, αλλά και πιο διαδεδομένη εξήγηση, η οποία επιρρίπτει όλη την ευθύνη στην «απληστία» μιας χούφτας κερδοσκόπων που έπαιξαν με τα χρήματα όλων λες και βρίσκονταν στο καζίνο. Στην πραγματικότητα, η αναγωγή των μυστηρίων της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν αυτή αρχίζει να δυσλειτουργεί, στις ενέργειες μιας συνωμοσίας κακών, εγγράφεται σε μια μακρά και επικίνδυνη παράδοση. Θα ήταν η χειρότερη πιθανή διέξοδος να υποδειχθούν για άλλη μια φορά αποδιοπομπαίοι τράγοι, οι «υψηλοί εβραϊκοί οικονομικοί κύκλοι» ή κάποιοι άλλοι, και να παραδοθούν στο εκδικητικό μένος του «έντιμου λαού» των εργαζομένων και των αποταμιευτών. Και εξίσου επιπόλαιο είναι να αντιταχθεί σ’ έναν «κακό», «αγγλοσαξονικό καπιταλισμό», σαρκοβόρο και χωρίς όρια, ένας «καλός», «ηπειρωτικός» καπιταλισμός, που θεωρείται περισσότερο υπεύθυνος. Έχουμε δει πως δεν υπάρχουν πια παρά μόνο αποχρώσεις που τους διαφοροποιούν. Όλοι αυτοί που μας καλούν σήμερα να «ρυθμίσουμε περισσότερο» τις χρηματοπιστωτικές αγορές, από την οργάνωση ATTAC μέχρι τον Σαρκοζί, δεν διακρίνουν στην τρέλα των αγορών παρά μία «υπερβολή», μια νοσηρή ανάπτυξη σ’ ένα υγιές σώμα.


Ο «αντικαπιταλισμός» της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι παρά ένας «αντιφιλελευθερισμός». Η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό που μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, συνίστατο σε δικτατορίες με οικονομία κατευθυνόμενη από την Ανατολή και τον Νότο του κόσμου. Από τότε που αυτές χρεοκόπησαν, άλλαξαν ρότα ή κατέστησαν εντελώς ανυπεράσπιστες, η μοναδική επιλογή που απέμεινε σ’ αυτούς τους αντικαπιταλιστές είναι μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων: φιλελευθερισμό ή κεϋνσιανισμό, ηπειρωτικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο, χρηματιστηριακό ακραίο καπιταλισμό ή οικονομία με κοινωνική αγορά, φρενίτιδα των χρηματιστηρίων ή «δημιουργία θέσεων απασχόλησης». Σ’ αυτά τα μοντέλα μπορεί να υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αξιοποίησης της αξίας, συσσώρευσης του κεφαλαίου, μετασχηματισμού του χρήματος σε περισσότερο χρήμα. Και, κυρίως, είναι η διανομή των προϊόντων αυτού του τρόπου παραγωγής που μπορεί να αλλάζει, εκμεταλλευόμενη ορισμένες κοινωνικές ομάδες περισσότερο από άλλες. Μάλιστα, η κρίση θα είναι χρήσιμη στον καπιταλισμό, προβλέπουν: τα πλεονάζοντα κεφάλαια θα υποτιμηθούν και, όπως γνωρίζουμε ήδη από τον Σουμπέτερ, «η δημιουργική καταστροφή» είναι ο θεμελιώδης νόμος του καπιταλισμού. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς –αν θέλει να αποφύγει να χαρακτηριστεί αγαθός ουτοπιστής ή συνεχιστής του Πολ Ποτ, δηλαδή οπαδός των μόνων εναλλακτικών λύσεων στον καπιταλισμό που η κυρίαρχη συνείδηση ξέρει ακόμη να επικαλείται– ότι η ανθρωπότητα μπορεί να ζήσει αλλιώς, και όχι με την αξιοποίηση της αξίας, τη συσσώρευση του κεφαλαίου και το μετασχηματισμό του χρήματος σε περισσότερο χρήμα. Μπορεί να υπάρχει ένα εξωτερικό όριο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, με τη μορφή της εξάντλησης των πόρων και την καταστροφή της φυσικής βάσης. Όμως, ως μορφή κοινωνικής αναπαραγωγής, ο καπιταλισμός είναι αξεπέραστος. Αυτό που η Figaro δηλώνει ανοιχτά, οι νεομαρξιστές, οι οπαδοί του Μπουρντιέ, της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και της αποανάπτυξης το λένε περιφραστικά: η αγορά είναι μια φυσική κατάσταση για τους ανθρώπους. Οι αντικαπιταλιστές-αντιφιλελεύθεροι προτείνουν απλά να επιστρέψουμε στον «κοινωνικό» καπιταλισμό της δεκαετίας του ’60 (ο οποίος εννοείται πως εξιδανικεύεται αδικαιολόγητα), στην πλήρη απασχόληση και τους υψηλούς μισθούς, στο κοινωνικό κράτος και τη σχολή του «κοινωνικού ανελκυστήρα». Ορισμένοι θα ήθελαν να προσθέσουν και λίγο οικολογία, εθελοντισμό ή ακόμη και «αποανάπτυξη». Στην πραγματικότητα, πρέπει να ελπίζουν ότι ο καπιταλισμός θα ανακάμψει σύντομα και θα ξαναρχίσει να λειτουργεί στην εντέλεια για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα ωραία δαπανηρά προγράμματά τους.

Η σημερινή κρίση αποτελεί γι’ αυτούς την ονειρεμένη ευκαιρία για να βρουν επιτέλους ευήκοα ώτα για τις προτάσεις που διατυπώνουν εδώ και πολύ καιρό. Η κρίση θα είναι σωτήρια: θα αποτελέσει βέβαια μια μικρή πληγή για ορισμένους, αλλά θα αναγκάσει τους ανθρώπους και τους θεσμούς να αναθεωρήσουν τις βλαβερές συνήθειές τους. Έτσι, καθεμία από αυτές τις καλοπροαίρετες κριτικές φιλοδοξεί να ρίξει νερό στο μύλο της: ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, περιορισμός των πριμ των μάνατζερ, κατάργηση των «φορολογικών παραδείσων», μέτρα αναδιανομής και, κυρίως, ένας «πράσινος» καπιταλισμός ως κινητήρια δύναμη ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Η υπόθεση έχει κριθεί: η κρίση είναι η ευκαιρία για μια βελτίωση του καπιταλισμού, όχι για μια ρήξη μ’ αυτόν. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο, υπάρχει ο κίνδυνος να απογοητευτούν. Στο πλαίσιο της κρίσης, αρχίζουν να προκαλούνται εντελώς αντικρουόμενες αντιδράσεις. Έτσι, για να ξεπεραστεί η κρίση, μπορεί κανείς να πρεσβεύει οικολογικά μέτρα (όπως υπόσχονται ο Ομπάμα ή ο Σαρκοζί) ή, αντίθετα, να επιτίθεται στην υπάρχουσα κοινωνική προστασία στο όνομα της «ανάκαμψης της ανάπτυξης» και της «δημιουργίας θέσεων εργασίας» (όπως κάνει ο Μπερλουσκόνι, όπως απαιτεί η βιομηχανία, ιδιαίτερα του κατασκευαστικού τομέα και η αυτοκινητοβιομηχανία, και ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού).[3]

Όμως, τι λένε όταν απολυμένοι εργάτες, για να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους αποζημίωσης, απειλούν να γεμίσουν με τοξικά προϊόντα έναν ποταμό, όπως έχει ήδη συμβεί αρκετές φορές στη Γαλλία; Θα δούμε άραγε τους οικολόγους να έρχονται στα χέρια με τους εργατιστές; Η «ριζοσπαστική» αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει άμεσα: είτε θα περάσει πολύ απλά στην κριτική του καπιταλισμού, ακόμη κι αν αυτός δεν αυτοανακηρύσσεται πια νεοφιλελεύθερος, είτε θα συμμετάσχει στη διαχείριση ενός καπιταλισμού που έχει ενσωματώσει ένα μέρος της κριτικής που αφορούσε τις «υπερβάσεις» του.


*Το κείμενο του Anselm Jappe «Πίστωση επί θανάτου» (Crédit à mort) δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Lignes τ. 30, τον Οκτώβριο του 2009. Η ελληνική μετάφραση είναι των Σωκράτης Παπάζογλου και Εύη Παπακωνσταντίνου και περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, εκδόσεις των ξένων, 2010


--------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. E. Fottorino, “Retour au réel par la case désastre”, Le Monde 11. 10. 2008.

2. «Οι εκατόν πενήντα παρεμβαίνοντες (μεταξύ των οποίων εξήντα ξένοι) που διατύπωσαν τις απόψεις τους στις 4, 5 και 6 Ιουλίου στην 9η Συνάντηση του Εξ-εν-Προβένς, η οποία οργανώθηκε από τον Κύκλο Οικονομολόγων, στη μεγάλη πλειονότητά τους διατύπωσαν πιο απαισιόδοξες απόψεις. Υπάρχουν καταρχήν αυτοί οι τρομακτικοί δείκτες του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Από τον Απρίλιο του 2008 ως τον ίδιο μήνα του 2009 η ανεργία αυξήθηκε κατά 40% στις πλουσιότερες χώρες. Από το 2007 ως το 2010 αναμένεται να προστεθούν ακόμη 26 εκατομμύρια, μια αλματώδης αύξηση κατά 80%, χωρίς προηγούμενο σε τόσο λίγο χρόνο. “Η μεγαλύτερη επιδείνωση βρίσκεται μπροστά μας”, προειδοποίησε ο Μαρτίν Ντιράν, υπεύθυνος για την απασχόληση. Όμως, σύμφωνα με τον Πατρίκ Αρτίς (τράπεζα Natixis), “οι χαμένες θέσεις εργασίας έχουν χαθεί για πάντα”.» (Frédé-ric Lemaître, “Et si la crise économique ne faisait que commencer?”, Le Monde, 6. 7. 2009.)

3. «Πρεσβεύουν τις “μεταστροφές” (να αλλάξουμε πεποίθηση για να αλλάξουμε δραστηριότητα) εν όψει μιας μεγαλύτερης λιτότητας, κατηγορούν για τα πάντα το αυτοκίνητο, καταγγέλλουν την κατασπατάληση των πόρων, την άλωση της ζωής από την αλλοτριωμένη εργασία, την κατάρα της προόδου. Όμως, από τη στιγμή που η μηχανή παθαίνει γρίπη, ο τομέας του αυτοκινήτου περνάει κρίση και η διαφήμιση εγκαταλείπει τις εφημερίδες και απειλεί τη χρηματοπιστωτική τους ισορροπία, ενώ η ανεργία πλήττει σημαντικό αριθμό μισθωτών, τότε ο τόνος αλλάζει και οι παλαιές βεβαιότητες επανέρχονται στην επιφάνεια», έγραψε ο Ζιλμπέρ Ριστ στις 26.11.2008 σε μπλογκ φιλικά προσκείμενο στην «αποανάπτυξη».

1 σχόλια:

Vasilikh είπε...

Προσφορά δανείου και δανεισμός χρημάτων.
Είμαστε μια εταιρεία που χορηγεί δάνεια σε όποιον έχει ανάγκη με επιτόκιο 2%.
Οι προσφορές μας κυμαίνονται από 5000 EUR έως 900000 EUR.
Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες πληροφορίες έως τον Μάιο: vasilikhpalaiologou@gmail.com

Δημοσίευση σχολίου