Οι σταυροί μας μοιάζουνε

του Αύγουστο Κορτώ


Μαθαίνεις νωρίς στη ζωή ν’ αποστρέφεις το βλέμμα – απ’ τον γέρο που με σκυφτό κεφάλι θαρρείς περιμένει τον Χάρο, απ’ τον ακρωτηριασμένο ζητιάνο με την αδιανόητη μοίρα του, απ’ τη γυναίκα που κοιμάται στο παγκάκι μ’ όλα της τα υπάρχοντα μες σε φθαρμένες πλαστικές σακούλες. Και είναι ανθρώπινο: καθώς δεν νοείται ύπαρξη χωρίς τον πόνο της, πρέπει κάπως να αμυνθείς ενάντια στον κατακλυσμό της οδύνης που απειλεί να σε πνίξει έτσι κι αφήσεις τις πόρτες της καρδιάς ορθάνοιχτες στα βάσανα των άλλων.

Κι όπως αν υψώσεις τον αντίχειρά σου μπρος στα μάτια σου μοιάζει πιο μεγάλος κι απ’ το βουνό που στέκεται στο βάθος, έτσι και το δικό μας βάσανο, ο σταυρός που κουβαλάμε, φαντάζει ο πιο ασήκωτος του κόσμου – και τις στιγμές της μοναξιάς και του αυτοοικτιρμού αναρωτιόμαστε, μονολογώντας δραματικά, «Γιατί σε μένα;», λες κι ο καημός μας ξεδιάλεξε απ’ όλη την πλάση για να μας επισκεφθεί.


Και με την ίδια ευκολία που υποτιμάμε την ταλαιπώρια τ’ αλλουνού, λέγοντας από μέσα μας, «Σιγά τ’ αυγά – εγώ να δεις τι τραβάω» (δίχως να υποψιαζόμαστε ότι κι αυτός που έχουμε απέναντί μας μπορεί να σκέφτεται το ίδιο ακριβώς), έτσι, με ενστικτώδη βιασύνη, κρίνουμε κάθε πλάσμα που δεν σηκώνει το δικό μας άχθος ανέμελο κι ευλογημένο από την τύχη. Όποιος έχει περάσει κατάθλιψη, την ύπουλη αυτή και πεισματάρα αρρώστια στη διάβρωση της οποίας κανείς δεν είναι άτρωτος, θα ξέρει αυτό το αυθαίρετο παράπονο: να περπατάς στον δρόμο, και κάθε περαστικό που προσπερνάς να τον θεωρείς απείρως τυχερό, και κατά βάθος πανευτυχή – ακόμα κι αν το πρόσωπό του είναι χαρακωμένο από την έγνοια – μακαρίζοντας και φθονώντας τον και παρακαλώντας το αδιάφορο σύμπαν να πάρει απ’ την ψυχή σου αυτό το μαύρο τόπι του αδιάλειπτου σπαραγμού και να το φυτέψει σ’ αυτόν τον άγνωστο, έστω και για μια στιγμή ανάτασης κι ανάσας.

Ωστόσο αν οι δυνάμεις του τυχαίου μας έκαναν αυτή τη χάρη, μπορεί να βρισκόμασταν προ απροόπτου, κι αντιμέτωποι με μια δυστυχία ακόμη μεγαλύτερη που ούτε την υποψιαζόμασταν. Διότι με τον ίδιο τρόπο που ο καθένας μας μαθαίνει να συγκαλύπτει τη δοκιμασία του, κρύβοντας το αποπνικτικό της αίσθημα πίσω από ένα χαμόγελο συνύπαρξης, μια μάσκα που να περνά απαρατήρητη στο πλήθος, έτσι και κάτω απ’ τη χαρωπή, απαστράπτουσα επιφάνεια της κοπέλας που βγαίνει από ένα μαγαζί φορτωμένη με ψώνια μπορεί να λουφάζει μια απόγνωση που δεν καταλαγιάζει μ’ όσα καινούργια αποκτήματα κι αν την εξευμενίσεις, κι ο τύπος που μιλά όλο ευθυμία στο κινητό, με τη γοργή περπατησιά του σπρωγμένη θαρρείς απ’ όλη την ευδαιμονία της οικουμένης, μπορεί να βιάζεται να φτάσει σε κάποια κρυψώνα (στην τουαλέτα του γραφείου όπου περνά τις μέρες του δουλεύοντας απλήρωτος, ή σ’ ένα σπίτι έρημο σαν την καρδιά του) για να κλάψει με την ψυχή του.

Όλα αυτά βεβαίως τα ’μαθα με το άγριο: όταν, παιδάκι ακόμα, αναρωτιόμουν με θυμό γιατί να μην είναι και η δικιά μου μάνα σαν τις άλλες – δυναμική, ανεξάρτητη, μα πάνω απ’ όλα χαρούμενη –, έπειτα στην εφηβεία, όταν καταριόμουν το σκαρί και τη φτιαξιά μου, και σκεφτόμουν πόσο πιο εύκολη θα ’ταν η ζωή μου αν μου άρεσαν τα κορίτσια, και ξανά τις τρεις φορές που αρρώστησα, όταν βολοδέρνοντας άγρυπνος στο κρεβάτι αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα μ’ αυτό το σαράκι στην ψυχή και στον εγκέφαλο, να με τρώει λες και δεν τράβηξα αρκετά.

Κι αν με τα χρόνια κατάφερα να περιορίσω τη μεμψιμοιρία σε φευγαλέες δόσεις αντί να την αφήσω να με κυριεύσει, το χρωστώ στην αγάπη συγκεκριμένων ανθρώπων, και στην αδιάκοπη φροντίδα τους – μα και στο γεγονός ότι, σταδιακά, έμαθα να τοποθετώ τον εαυτό μου στη θέση του άλλου, προσπαθώντας να δω τη ζωή με τα δικά του μάτια.

Διότι, όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, με τι θράσος βρίζω την τύχη μου όταν έχω ένα ζεστό κρεβάτι να κοιμηθώ και ξέρω ότι δεν θα πεινάσω; Πώς να συγκρίνω τους φόβους μου με την αγωνία του μετανάστη που βλέπει γύρω του την πανούκλα του ρατσισμού να εξαπλώνεται ολοένα, και τρέμει το φυλλοκάρδι του κάθε φορά που ξεπορτίζει απ’ το δωμάτιο όπου κοιμάται μ’ άλλους έξι, στοιβαγμένος σαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Μια κλωστή πεπρωμένου με χωρίζει απ’ το παιδί που γεννήθηκε με κυστική ίνωση, ή απ’ τον χρήστη που σέρνεται σφαδάζοντας απ’ τα στερητικά – αν στις αδύναμες στιγμές μου αντί για χάδια εισέπραττα κλοτσιές, τώρα θα βρισκόμουν πλάι του στο λερό πεζοδρόμιο, αφανισμένος πριν την ώρα μου.

Όχι, δεν προτείνω να αποτιμούμε την ευτυχία μας βασισμένοι στη δυστυχία των άλλων. Επισημαίνω μόνο το αυτονόητο: όπως ολονών μας η καρδιά παρόμοια φτερουγίζει από τον έρωτα, έτσι και η δυστυχία, παρά τα μύρια πρόσωπά της, με τον ίδιο τρόπο βαραίνει στην ψυχή. Κι ακόμα, ότι κοιτώντας τη λύπη μας κατάματα αντί να στρέφουμε το βλέμμα στο αδιέξοδο σκοτάδι της απελπισίας, μπορεί να μάθουμε κάτι πολύτιμο για την ανθρώπινή μας φύση.

Ίσως πιο ωραία απ’ όλους να το ’χει πει ο Χαλίλ Γκιμπράν: «Με πόνο σπάει το όστρακο που περιέχει τη γνώση του εαυτού».

Τη ρήση αυτή την πρωτάκουσα απ’ τον Αθανάσιο Αλεξανδρίδη, ψυχαναλυτή κι ευεργέτη μου, όταν πριν λίγα χρόνια δερνόμουν με το πένθος μου, πασχίζοντας να βρω ένα άνοιγμα στο φως – κι έκτοτε η σοφία της έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, έτσι που, ασυναισθήτως πια, την επαναλαμβάνω ως επίκληση κάθε φορά που κάποια καινούργια αναποδιά κάνει τη θλίψη εντός μου να γιγαντώνεται.

Και πλάθοντας την εξαίσια εικόνα της στον νου μου, συλλογίζομαι τη βουή του όστρακου, που δεν είναι παρά ο ήχος του αίματος μες το κρανίο μας, καθώς και τη θάλασσα, την κρύα κι απέραντη, απ’ όπου όλοι μας έχουμε αναδυθεί.

Κι ενώ ο καθένας μας βαστάει το δικό του περίκλειστο κοχύλι, και νομίζει τον αντίλαλο της καρδιάς του μοναδικό κι αβάσταχτο, στην πραγματικότητα όλοι μας τον ίδιο ωκεανό αφουγκραζόμαστε.
Αρκεί ν’ αφήσουμε τον πόνο (αυτή την άμυνα του σώματος, που σηματοδοτεί πως κάτι μέσα μας διψά για γιατρειά) να χαράξει την πρώτη ρωγμή – και μονομιάς θα ανακαλύψουμε πως όχι μόνο δεν μας χωρίζει, αλλά μας φέρνει εξίσου κοντά όσο η αγάπη και η ελπίδα, όσο η ίδια η ζωή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου