Η εγγενής ανηθικότητα της καπιταλιστικής αναδιάταξης στα πανεπιστήμια: πιστωτικές μονάδες

Στον πυρήνα της καπιταλιστικής ιδεολογίας υπάρχει μια εγγενής ανηθικότητα, μια δοξασία σύμφωνα με την οποία ο πλούτος και η εξουσία που αυτός συνεπάγεται πρέπει να καταφάσκουν τον εαυτό τους. Ο πλούτος, δηλαδή, πρέπει να αναπαράγεται και να κληροδοτείται για να συνεχίζει αενάως το πρωταρχικό του καθήκον, τη συσσώρευση. Οι πλούσιοι πρέπει να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι. Γιατί, βλέπετε, τα μέλη της μεσο-ανώτερης και ανώτερης τάξης ουδέποτε χώνεψαν πως ένα «ορθοκανονικό» εκπαιδευτικό σύστημα αριστείας θα κατανέμει τα προνόμια που οι ίδιοι κατέχουν [και τους εξασφαλίζουν την ιδιάζουσα ταξική τους θέση] και όχι το κληρονομικό δίκαιο. Για αυτούς, όπως και για την καπιταλιστική ιδεολογία, τα προνόμια κληρονομούνται, πωλούνταν και αγοράζονται με κέρδος. Η γνώση είναι πλούτος και τα επαγγέλματα έχουν χρηματική και αγοραία τιμή.


Το νομοσχέδιο της Άννας Διαμαντοπούλου αποτελεί το επόμενο κρίκο μια αλυσίδας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στόχο έχουν την συνολική αναδιάρθρωση της κοινωνίας σε αγοραίες βάσεις και αξίες. Μια διαδικασία που ξεκίνησε στην Ελλάδα στις αρχές του 90 και συνεχίζεται έως την πλήρη παράδοση κάθε δημόσιου αγαθού στην αγορά. Ας δούμε όμως πως συνυφαίνεται αυτή η προσπάθεια μέσα από μία από τις βασικότερες διατάξεις που εισάγει ο νόμος Διαμαντοπούλου, τις πιστωτικές μονάδες.

Η ιδέα των πιστωτικών μονάδων δεν είναι ελληνική εφεύρεση. Διατυπώνεται πρώτη φορά στο κείμενο συμπερασμάτων του συνεδρίου της Μπολόνια της Ιταλίας και αποτελεί μια από τις βασικές θέσεις της κοινής διακήρυξης των υπουργών παιδείας της ΕΕ στις 19 Ιανουαρίου του 1999. Αυτό που αποφασίστηκε τότε ήταν ένα ενιαίο σύστημα «σώρευσης και μεταφοράς μονάδων» για την υλοποίηση ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, βασισμένου σε δύο κύκλους σπουδών (3+2 χρόνια), σε στόχο την ελεύθερη αγορά τίτλων σπουδών και γνώσης μέσα στα γεωγραφικά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία αυτή, που σήμερα ονομάζεται διαδικασία της Μπολόνια, συνεχίστηκε με τις διακηρύξεις της Πράγας το 2001, του Βερολίνου το 2003, του Μπέργκεν το 2005, του Λονδίνου το 2007, της Λουβαίν το 2009 και της Βουδαπέστης-Βιέννη το 2010. Διακηρυγμένος στόχος αυτής της διαδικασίας αποτελεί η «ελεύθερη αγορά και πώληση της γνώσης και των ακαδημαϊκών τίτλων σε ένα κοινό σύστημα πιστοποίησης».

Τι είναι πιστωτικές μονάδες; Με τις πιστωτικές μονάδες ένα πτυχίο λόγου χάρη Μηχανικού θα μπορούσε να «αξίζει» 300 μονάδες, ένα πτυχίο δασκάλου 250 και ενός γιατρού 400. Αν κάποιος κάνει ένα μεταπτυχιακό σε οποιοδήποτε κλάδο λαμβάνει ακόμα 150 μονάδες, ένα διδακτορικά 300 κ.ο.κ. Προκύπτει εδώ ένα λογικό και ηθικό πρόβλημα. Τα πτυχία αποτελούν αυτοτελείς και αυθύπαρκτες οντότητες που μόνο ως προς τον εαυτό τους και διά τον εαυτό τους μπορούν να αξιολογηθούν. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένας τρόπος να συγκρίνει ουσιαστικά ένα πτυχίο μηχανικού με ένα πτυχίο δικηγόρου. Ποίο είναι ανώτερο και ποίο κατώτερο; Και ποίο είναι αυτό το κριτήριο δια του οποίου ένα πτυχίο έχει περισσότερες πιστωτικές μονάδες από ένα άλλο; Μπορεί η γνώση ενός γιατρού να συγκριθεί αξιολογούμενη ανώτερη ή κατώτερη από τη γνώση ενός μουσικού; Ποια είναι η υλική κοινωνική αναγκαιότητα που επιβάλει μια τέτοια σύγκριση;

Για να το πούμε ξεκάθαρα, η αναγωγή μιας συνολικής γνώσης σε ένα αόριστο γενικό ισοδύναμο (πιστωτική μονάδα) έχει το ιδεολογικό της αντίστοιχο στην καπιταλιστική υπαγωγή όλων των αξιών στο γενικό χρηματικό ισοδύναμο και μέσο αυτού την καθυπόταξη τους στο πεδίο της χρηματικής οικονομίας. Κάθε τι αναγώγιμο στο χρήμα μπορεί να αγοράζεται και να πωλείται με κέρδος. Αυτή η διαδικασία, που αποτελεί μια από τις βασικές ανηθικότητες του αγοραίου καπιταλισμού, συγκαλύπτει και ακυρώνει όλες τις ιδιαίτερες ποιότητες των πραγμάτων υποβιβάζοντας το κάθε τι στην χρηματική του αληθοτιμή.

Για να το κατανοήσουμε αυτό θα αναφέρω το εξής παράδειγμα. Σε κανένα λογικό σύστημα αξιών δε θα μπορούσαν χωρίς, μια ισχυρή εξουσιαστική επιβολή, να ανταλλαγεί ένα αγροτικό προϊόν (π.χ. ντομάτες) με τον ανθρώπινο έρωτα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο διασύροντας ή αποσπώντας με την βία τον έρωτα. Κάτι τέτοιο όμως γίνεται απλά και χωρίς αντιδράσεις στον αγοραίο καπιταλισμό. Γιατί; Γιατί και τα δύο έχουν αναχθεί στο χρήμα και έτσι η ανηθικότητα της ανταλλαγής τους δεν είναι εμφανής. Ένας αγρότης πουλά ντομάτες και λαμβάνει χρήματα τα οποία θα καταθέτει σε ένα οίκο ανοχής για τις υπηρεσίες του. Σκεφτείτε πόσο ηθικά καταδικαστέα θα ήταν η άμεση πράξη ανταλλαγής: η γυναίκα που δεν έχει να φάει ανταλλάσει το κορμί της για λίγες ντομάτες.

Πόσο κοστίζουν οι πιστωτικές μονάδες; Θα φάνταζα προκατειλημένος αν διατύπωνα την πρόβλεψη ότι κάτι τέτοιο θα εμπεριέχεται στο επόμενο νομοσχέδιο ή σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου; Για την ακρίβεια δε χρειάζεται καν μια τέτοια ρύθμιση. Υπάρχουν ήδη έτοιμα ιδιωτικά πανεπιστήμια που εντός ολίγου και παρά το προφανές της αντισυνταγματικότητας θα πουλούν πιστωτικές μονάδες όπως και σε όλη τη «πολιτισμένη» Ευρώπη. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται άλλωστε και η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για «άτοκα φοιτητο-δάνεια», μια διάταξη με ολέθριες συνέπειες για την υποθήκευση του μέλλοντος της εργατικής τάξης αν δεν αντιδράσει συνολικά και αποφασιστικά. Μια τέτοια προοπτική, που σήμερα δείχνει τα όρια της στις ΗΠΑ όπου το συνολικό ποσό των φοιτητικών δανείων ξεπερνά αυτά των δανείων για κατοικία, θα μπορούσε να υποθηκεύσει συνολικά το μέλλον των επόμενων γενεών συντελώντας στην πλήρη απώλεια κάθε ελευθερίας πάνω στην αξία της ίδια τους της ζωής και του χρόνου. Αυτή άλλωστε η στρατηγική της εξατομικευμένης υποθήκευσης ήταν που μεταξύ άλλων έδωσε τη χαριστική βολή στις συλλογικές διεκδικήσεις σε όλες τις χώρες όπου το νεοφιλελεύθερο σοκ έγινε κρατική ιδεολογία.

Οι πιστωτικές μονάδες αποτελούν την ιδεολογική, πολιτική και νομική προσπάθεια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ να ανακατασκευάσουν το σύνολο των κοινωνικών σημασιών και όρων της εκπαίδευσης σε έννομες και ποσοτικοποιημένες σχέσεις ποιότητας κατά το πρότυπα της εμπορικής συναλλαγής.

Οι σχέσεις δηλαδή που διαμορφώνονται στο πεδίο του εμπορίου και της αγοράς γίνονται το νομικό πλαίσιο για την αναμόρφωση όλου του πεδίου της εκπαίδευσης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου μας έλεγε ήδη από 20ετίας, όταν ήταν υπουργός παιδείας, πως το πανεπιστήμιο πρέπει να συνδεθεί με την αγορά. Η γέφυρα της εκπαίδευσης με την αγορά συνυφαίνεται σήμερα στην υπαγωγή όλων των εκπαιδευτικών όρων στο ίδιο νομικό γενικό ισοδύναμο. Η γνώση πλέον μπορεί να κατακερματιστεί, να υποτιμηθεί και να ανατιμηθεί χρηματιστηριακά, να αγοράζεται και να πωλείται με κέρδος. Έτσι γεννιέται και στην εκπαίδευση η δομή εμπόρευμα. Η καθυπόταξη δηλαδή της αξίας χρήσεως από την ανταλλακτική αξία.

Οι φοιτητές από συνάδελφοι και δυνάμει φορείς κοινών συμφερόντων [κοινή θέση στο πεδίο της παραγωγής, δυνατότητα κοινής ταξικής συνείδησης] μετατρέπονται σε ιδιώτες ανταγωνιστές μιας αρένας αντικρουόμενων συμφέρονταν και αγοραίας ζούγκλας όπου κάθε έννοια αλληλεγγύης και συλλογικής αξιοπρέπειας αποσιωπούνται για να μεσολαβηθούν από τις νομικές αρχές της νομισματικής σφαίρας. Και μόνο αυτή η διάταξη, λοιπών, με τις σαφέστατες κοινωνικές συνέπιες που επιφέρει, αποκαλύπτει το βασικό στόχο των κυρίαρχων ελίτ προς τη ριζική αναμόρφωση του κοινωνικού φαντασιακού. Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική η απάντηση οφείλει να είναι αποφασιστική.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου