Απάντηση στo κείμενο «Για την υπέρβαση της οικονομίας»

http://stratigos-anemos.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
του Δημήτρης Κωνσταντίνου

Χαιρετίζω αυτούς που υπογράφουν το κείμενο «Για την υπέρβαση της οικονομίας» και χαίρομαι που η πρόταση για τη συγκρότηση ενός εργαστηρίου αντιεξουσιαστικής οικονομίας έδωσε το έναυσμα για ένα τέτοιο διάλογο. Επειδή ακριβώς η προσπάθεια που ξεκινήσαμε στο εργαστήρι αυτό έχει για μένα ιδιαίτερη αξία, θα επιλέξω να ασχοληθώ περισσότερο με την κριτική που αφορά στη συγκεκριμένη πρόταση, και επιφυλάσσομαι για μια πιο εκτενή αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στις προσωπικές θέσεις που έχω διατυπώσει κατά καιρούς όχι μόνο στα δύο άρθρα που αναφέρουν οι υπογράφοντες αλλά στο σύνολο των κειμένων που έχω δημοσιεύσει στη Βαβυλωνία.

Θα ξεκινήσω από το σημαντικότερο μειονέκτημα της κριτικής, το οποίο ακυρώνει συνολικά την ισχύ των επιχειρημάτων της. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια αυτών που υπογράφουν, οι όποιες ενστάσεις διατυπώνουν έχουν να κάνουν με τα όσα περιγράφονται από δύο άρθρα μου και μόνο, καθώς «δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν άλλες επεξεργασίες που μπορεί να έχουν γίνει από την ομάδα για την αντιεξουσιαστική οικονομία», αλλά ούτε και τις δικές μου απόψεις, όπως θα συμπλήρωνα εγώ (αφού, όπως θα δείξω παρακάτω, ακόμη και η ανάγνωση των δύο άρθρων που επικαλούνται έγινε λανθασμένα). Σε περίπτωση που συνέβαινε το αντίθετο θα γνώριζαν οι υπογράφοντες ότι η πλειάδα των προτάσεων μαζικής ανυπακοής τις οποίες αναφέρουν στην καταληκτική τους παράγραφο βρίσκονται μέσα στο σκεπτικό τόσο το δικό μου όσο και ολόκληρης της ομάδας εργασίας. Ωστόσο, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι ο αντικειμενικός σκοπός της συγκεκριμένης ομάδας εργασίας δεν είναι η εύρεση τακτικών δράσης ενάντια στο υπάρχον, αλλά η σχηματοποίηση μιας εναλλακτικής λύσης ενάντια στην κυρίαρχη λογική που λέει ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός του καπιταλισμού δρόμος, σκοπός είναι η επεξεργασία ενός οικονομικού προτάγματος με θεσμούς που να θεμελιώνονται πάνω στη δυνατότητα της αυτοαναίρεσης, ενός οικονομικού προτάγματος που θα αποσκοπεί ακριβώς στην αποκαθήλωση της οικονομίας από το θρόνο κυριαρχίας της. Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο έτσι θα πετύχουμε την «υπέρβαση της οικονομίας», όπως πολύ εύστοχα τιτλοφορείται το κείμενο κριτικής.

Το δεύτερο θεμελιακό μειονέκτημα του κειμένου, το οποίο σχετίζεται με το προηγούμενο και ακυρώνει εξίσου τη σπουδαιότητα των τόσων σημαντικών ιδεών που εκφράζονται σ’ αυτό, είναι το γεγονός ότι οι υπογράφοντες ταυτίζουν ορισμένες προσωπικές μου απόψεις, όπως εκφράστηκαν σε δύο άρθρα στη Βαβυλωνία και βάσει των οποίων απλώς γεννήθηκε η ιδέα της κατάθεσης μιας γενικής πρότασης, με την πρόταση καθαυτή η οποία διαμορφώνεται διαρκώς και συλλογικά μέσα από τις συνελεύσεις της ομάδας εργασίας. Με λίγα λόγια, τα άρθρα μου για τη Βαβυλωνία και το εργαστήρι αντιεξουσιαστικής οικονομίας είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Επειδή λοιπόν η κριτική απέναντι στην αντιεξουσιαστική οικονομία, ως εργαστήρι έρευνας, κριτικής και επεξεργασίας προτάσεων, θεμελιώνεται πάνω στις δικές μου προσωπικές απόψεις, είναι παντελώς άστοχη.

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τον όρο «αντιεξουσιαστική οικονομία», θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι αποτελεί μια πειραματική προσπάθεια περιγραφής αυτού που πρόκειται να κάνουμε, και αν η ομάδα στην πάροδο του χρόνου συμφωνήσει σε έναν πιο δόκιμο όρο είναι στη διακριτική της ευχέρεια να τον αλλάξει. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπογράφοντες του κειμένου κριτικής είναι φυσικά ευπρόσδεκτοι να συμμετέχουν στις εργασίες μας και να συνδιαμορφώσουν τους όρους που θα χρησιμοποιήσουμε, αλλά να είναι σίγουροι ότι θα πείσουν με επιχειρήματα και όχι με αφορισμούς του τύπου «ο όρος οικονομία αναφέρεται στον καπιταλιστικό τρόπο διαχείρισης της παραγωγής, των αγαθών ακόμα και της ζωής μας», με λίγα λόγια ότι η οικονομία υπάρχει μόνο στον καπιταλισμό!

Το γεγονός ότι η οικονομία, ως ένας τομέας της κοινωνικής ζωής, αυτονομήθηκε και απέκτησε κυρίαρχο και καταπιεστικό ρόλο, στα χρόνια του καπιταλισμού δεν ισοδυναμεί με το γεγονός ότι δεν υπάρχει οικονομία εκτός καπιταλισμού, όπως διατείνονται τόσο ελαφρά τη καρδία οι υπογράφοντες, απλούστατα γιατί οι άνθρωποι σε οποιαδήποτε κοινωνία είναι αναγκασμένοι να έχουν θεσμούς και να δημιουργούν συγκεκριμένες σχέσεις όσον αφορά την παραγωγή, την κατανάλωση, τον καταμερισμό πόρων και αγαθών, αλλά και το σχεδιασμό όλων αυτών. Το μόνο που πετυχαίνουν οι δαιμονοποιήσεις αυτού του τύπου είναι να περιορίζουν και τελικά να εκμηδενίζουν τη δυνατότητα επικοινωνίας μας μέσα στο κίνημα και με την κοινωνία, η οποία χρησιμοποιεί υποχρεωτικά λέξεις και όρους (φευ!) για να συνεννοείται. Από την άλλη, το γεγονός ότι τεμαχίζουμε την κοινωνία σε τομείς είναι υποχρεωτικό για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε, να κρίνουμε και να επεξεργαστούμε τους θεσμούς και τις σχέσεις που λειτουργούν μέσα σ’ έναν τομέα. Θεωρώ ότι αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα, εφόσον – όπως εμείς στο εργαστήρι – έχουμε συνείδηση ότι η κοινωνία, όσους τεμαχισμούς κι αν κάνουμε για εργαλειακούς λόγους, παραμένει ενιαία και ότι η Πολιτική παραμένει πάντα ο κυρίαρχος τομέας των πιο σημαντικών αποφάσεων κάθε κοινωνίας, που καθορίζει και κατευθύνει όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Επιπλέον, αναφορικά με τον όρο «αντιεξουσιαστική», θα ήθελα απλώς να θυμίσω ότι οι Δυτικοί του 16ου αιώνα περιέγραφαν με βδελυγμία τους ινδιάνους της Αμερικής ως ανθρώπους «χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς βασιλιά» και όπως καταμαρτυρούν πολλοί ανθρωπολόγοι (όπως ο Clastres, o Sahlins και ο Graeber) σε πάμπολλες μη δυτικές κοινωνίες λειτουργούσαν οικονομικοί θεσμοί με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Παρόμοιους αντιεξουσιαστικούς οικονομικούς θεσμούς βρίσκουμε σε πάρα πολλές εφαρμοσμένες ουτοπικές νησίδες του παρελθόντος, στον τρόπο που οργανώθηκαν οι κολεκτίβες στην Ισπανία του ’36 ή πιο πρόσφατα η οικονομία των Ζαπατίστας. Παράλληλα, όσον αφορά το θεωρητικό κομμάτι, μια πλειάδα διανοουμένων (ενδεικτικά αναφέρω: Π. Κροπότκιν, Σ. Γκεζέλ, Προυντόν, Κ. Καστοριάδης, Μ. Μπούκτσιν, Πατ Ντιβάιν, Μ. Άλμπερτ, Ρ. Χάνελ, Τ. Φωτόπουλος, Σ. Λατούς κ.ά) έχουν χύσει τόνους μελάνι περιγράφοντας ακριβώς αυτό που οι υπογράφοντες του κειμένου κριτικής θεωρούν ότι δεν υπάρχει: θεσμούς αντιεξουσιαστικής οικονομίας. Γιατί, ναι, είναι δυνατόν να παράγουμε και να κατανέμουμε πόρους και αγαθά, να σχεδιάζουμε και να αποφασίζουμε, υλοποιώντας και προωθώντας στο αντιεξουσιαστικό πρόταγμα. Επομένως, είναι δυνατό να υπάρχει αντιεξουσιαστική οικονομία, όπως υπάρχει, για παράδειγμα, και αντιεξουσιαστική εφημερίδα.

Πέρα από τα παραπάνω, τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά, η αντιπαράθεσή μας πάνω στις προσωπικές μου απόψεις έχω την εντύπωση ότι ενδιαφέρει μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους, δηλαδή εμένα και τους υπογράφοντες, και όχι τρίτους, τους οποίους θα κούραζε. Για το λόγο αυτό θα είμαι όσο γίνεται λακωνικός και θα πρότεινα τη συνέχιση της κουβέντας διαπροσωπικά ή έστω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Θα ήθελα να ξεκινήσω από το γεγονός ότι οι υπογράφοντες θεωρούν πως η έξοδος ή μη της χώρας από το ευρώ δεν αφορά ούτε επηρεάζει το κίνημα ανατροπής. Αντίθετα, εγώ επιμένω ότι οι συνθήκες που δημιουργούνται από τέτοιες μείζονες πολιτικές-οικονομικές αποφάσεις επηρεάζουν καθοριστικά τις ζωές όλων μας καθώς και κάθε κίνημα ανατροπής. Το γεγονός ότι μία τέτοια απόφαση λαμβάνεται από την κεντρική εξουσία και όχι από εμάς (όπως θα επιθυμούσαμε) δεν μειώνει τη βαρύτητα των συνεπειών της πάνω μας και τον καθοριστικό ρόλο που παίζει.

Σε ένα άλλο σημείο του κειμένου κριτικής οι υπογράφοντες αναφέρουν ότι παραβλέπω πως «οι θεσμοί που φτιάχνουμε μέσα στον καπιταλισμό πρέπει να είναι φύση και θέση ενάντια στον καπιταλισμό και, δεύτερον, να είναι δομικά ενταγμένοι στο κίνημα ανατροπής». Για ποιο λόγο το παραβλέπω αυτό δεν εξηγείται πουθενά. Και πώς γίνεται άλλωστε, αφού και ο ίδιος το πιστεύω ακράδαντα, απλώς δεν θα συμμετείχα ποτέ σε διαγωνισμό αντικαπιταλιστικότητας.

Όσον αφορά την κατηγορία περί Πρωτοπορίας, θεωρώ ότι το να έχει κάποιος προτάσεις δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι πρωτοπορία και, επιπλέον, από την εμπειρία μου στις κινηματικές συνελεύσεις έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια ότι όταν δεν υπάρχουν προτάσεις και απαντήσεις, παρά μόνο ανέξοδη κριτική και αοριστολογία, οι συμμετέχοντες (πολλές φορές και εγώ ο ίδιος) βαριούνται. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες γενικότερες κοινωνικές διαντιδράσεις, όπως συνελεύσεις και επιτροπές γειτονιών κ.α.

Επειδή, όμως, μπορεί να κούρασα, εντελώς τηλεγραφικά θα ήθελα κλείνοντας να τονίσω ότι όποιος χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό δεν σημαίνει ότι είναι εθνικιστής ούτε ότι υστερεί σε ταξική συνείδηση ούτε ότι αγνοεί τη σύγκρουση συμφερόντων σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, όπως υποστηρίζουν δογματικά οι υπογράφοντες («η χρησιμοποίηση του πρώτου πληθυντικού “να μας γλιτώσει” υπονοεί την ενιαιότητα των συμφερόντων όλων μας με τη μοίρα της χώρας», sic). Επιπλέον, δεν θα ήθελα να ξεχάσω να αναφέρω ότι διέκρινα μια παρεξήγηση στην ανάγνωση της έκφρασης «υπανάπτυκτη καλοπέραση» που χρησιμοποίησα σε κάποιο άρθρο μου, παρεξήγηση, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε ως αφέλεια ούτε ως επιπολαιότητα, αν κρίνω από το επίπεδο των υπογραφόντων, επομένως είμαι υποχρεωμένος να αναζητήσω τα αίτια αλλού. Όπως είναι οφθαλμοφανές στην έκφραση αυτή, το «υποανάπτυκτη» είναι επίθετο που προσδιορίζει το «καλοπέραση» και όχι την ελληνική κοινωνία, όπως τόσο εύκολα(;) με κατηγόρησαν οι υπογράφοντες, ενώ η «καλοπέραση» όταν χαρακτηρίζεται ως «υπανάπτυκτη», γίνεται προφανές ότι αντιστρέφεται το πρόσημό της (γίνεται το αντίθετό της), επομένως δεν αποσκοπούσα να σας «πληροφορήσω ότι καλοπερνάμε», όπως τόσο επιπόλαια(;) ανάγνωσαν οι υπογράφοντες.

Αν και η συγκεκριμένη έκφραση ήταν αρκετά ρητή και ξεκάθαρη, βρίσκω την ευκαιρία κλείνοντας (οριστικά αυτή τη φορά) να υπερασπιστώ το αναφαίρετο δικαίωμά μου να χρησιμοποιώ οποιαδήποτε έκφραση μπορεί να ερεθίζει τις προκαταλήψεις μας, προκειμένου να αναδεικνύω ότι οι έννοιες και οι λέξεις, μπορούν να αποκτήσουν και διαφορετική σημασία απ’ αυτή που η κυρίαρχη λογική έχει επιβάλλει στα μυαλά μας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου